- μάγκωμα
- τοτο δυνατό σφίξιμο, η συμπίεση: Πόνεσα πολύ από το μάγκωμα του χεριού μου στο παράθυρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μάγκωμα — το βλ. μάγγωμα … Dictionary of Greek
δάγκωμα — και δάγκαμα και δάκαμα, το (Μ δάγκαμαν και δάγκωμα και δάκωμα) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού δαγκάνω μσν. νεοελλ. το φαγητό νεοελλ. 1. (για έντομα) το τσίμπημα, το κέντρισμα 2. το να πιαστεί κάποιος σφιχτά, το μάγκωμα («το δάγκωμα τού ποντικού … Dictionary of Greek
μάγγωμα — και μάγκωμα, το [μαγγώνω] 1. σύσφιγξη, συμπίεση, σύνθλιψη 2. σύλληψη 3. μτφ. αδυναμία έκφρασης και ενέργειας λόγω δειλίας ή αμηχανίας … Dictionary of Greek
δάγκωμα — το 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του δαγκώνω, η δαγκωματιά: Το δάγκωμα του σκύλου στο χέρι μου ήταν αρκετά δυνατό. 2. το μάγκωμα, το γάντζωμα: Το μανίκι μου πιάστηκε στο δάγκωμα της πόρτας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)